- καταπνεόμενος
- καταπνέωblowpres part mp masc nom sg (epic doric ionic aeolic)καταπνέωblowpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπνους — ἐπίπνους, ουν ( οος, οον) (Α) 1. ένθεος, εμπνευσμένος, φοιβόληπτος, θεόπνευστος («ἐπίπνους ὄντας καὶ κατεχόμενους ἐκ τοῡ θεοῡ», Πλάτ.) 2. (για τόπο) ανεμοδαρμένος, καταπνεόμενος από ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + πνους < πνοή < πνέω] … Dictionary of Greek